- σπλαγχνοσκόπος
- ο, ΝΜαυτός που εξετάζει τα σπλάγχνα τών θυσιαζόμενων ζώων για να μαντέψει το μέλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνα + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο-σκόπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπλαγχνοσκοπώ — έω, Μ [σπλαγχνοσκόπος] είμαι σπλαγχνοσκόπος, κάνω σπλαγχνοσκοπία … Dictionary of Greek
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek